- συριγμοί
- σῡριγμοί , συριγμόςshrill piping soundmasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ενισχυτής — Συσκευή με την οποία επιτυγχάνεται η αύξηση του πλάτους ενός ηλεκτρικού σήματος ή, γενικότερα, μιας πληροφορίας ή εντολής. Ανάλογα με τον τύπο της πληροφορίας που πρόκειται να ενισχυθεί και τον προορισμό του σήματος εξόδου, υπάρχουν διάφορες… … Dictionary of Greek
Κουρταλιώτικο φαράγγι — Φαράγγι στον νομό Ρεθύμνης. Σχηματίζεται από τις απότομες πλαγιές του όρους Κουρούπα και του Ξερού Όρους και διαρρέεται από τον Κουρταλιώτη ή Μεγάλο Ποταμό. Όταν πνέει σφοδρός βόρειος άνεμος στο Κ.φ., προκαλούνται –λόγω της προστριβής του ανέμου… … Dictionary of Greek